- επιχωριάζω
- (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος]1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική»)2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η ελονοσία»)αρχ.1. συνηθίζω να επισκέπτομαι έναν τόπο («ούδείς... ἐπιχωριάζει τὰ νῡν Ἀθήναζε»)2. συναναστρέφομαι («οὐκ ἐπιχωριάζεις αὐτοῑς»)3. συνηθίζω να φροντίζω για κάτι («οὐ πάνυ εἰωθὼς ἐπιχωριάζειν τοῑς... πράγμασιν»)4. (για γλώσσα ή ιδίωμα) χρησιμοποιούμαι, μιλιέμαι5. (για φυτά) εγκλιματίζομαι σε νέο τόπο6. (για θάλασσα) εισχωρώ στην ξηρά, πλημμυρίζω7. (παθ. απρόσ.) ἐπιχωριάζεταισυνηθίζεται.
Dictionary of Greek. 2013.